- ὤβεον
- ὤβεον, τό, (i. e. ὤϝεον)A egg, and [full] ὠβεοκόπτης, ου, ὁ, egg-breaker, name of a species of snake, Hsch.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ώβεον — τὸ, Α (κατά τον Ησύχ.) α) «ᾠόν καὶ τοῡ περσικοῡ τὸ ἐντός» β) «ὤβεα τὰ ᾠά Ἀργεῑοι». [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ωό] … Dictionary of Greek
ὤβεα — ὤβεον egg neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ωβεοκόπτας — Α (κατά τον Ησύχ.) «τοὺς ὄφεις ἀπὸ τούτου [ἀπὸ τοῡ κόπτειν τὰ ᾠά] οὕτως ἐκάλουν». [ΕΤΥΜΟΛ. < ὤβεον «αβγό» + κόπτω] … Dictionary of Greek
ωό(ν) — το / ᾠόν, ΝΜΑ, και αιολ. τ. ὤιον και δωρ. τ. ὤεον και αργείος τ. ὤβεον και ὤFεον, Α (για τα ωοτόκα ζώα) το γονιμοποιημένο ωάριο, καθώς και το ίδιο το γέννημα τού ζώου, το αβγό νεοελλ. 1. βιολ. η εξειδικευμένη δομή που αποτελείται από το ώριμο… … Dictionary of Greek